-
1 φρήν
φρήν, ἡ, gen. φρενός, pl. φρένες, gen. φρενῶν, dat. φρεσί: older dat. pl. φρασί ([etym.] ν) IG12.971 (vi B. C.), Pi.N.3.62, BMus.Inscr.909 (Halic., i B. C.): (v. sub fin.):I midriff,κραδία φρένα λακτίζει A.Pr. 881
(anap.); elsewh. always in pl.,ἔνθα φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ Il.16.481
, cf. Hp. VM22, Art.41; τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν (sc. τοῦ θώρακος καὶ τοῦ κύτους) ;τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πλεύμονα καὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b11
, cf. HA 496b11, 506a6; also, in Hom., more vaguely,πρὸς στῆθος ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
; , al.;φρένας.. εἰς αὐτὰς τυπείς A.Pr. 363
, cf. Eu. 159 (lyr.).2 heart, as seat of the passions, e.g. of fear,τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il.10.10
; of joy and grief,φρένα τέρπεσθαι φόρμιγγι 9.186
;γάνυται φρένα ποιμήν 13.493
;τί σε φρένας ἵκετοπένθος; 1.362
;ἄχος πύκασε φρένας 8.124
;ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε 3.442
; of anger, Od.6.147; of courage,ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες Il. 13.487
;ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη 22.475
, cf. 8.202, etc.; of bodily appetites, such as hunger, etc., 11.89: the shades of the dead are without it,ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν 23.104
(exc. the shade of Teiresias, Od.10.493): so generally in Poets, ap. Arist.Ath.5.2;κῆλα δαιμόνων θέλγει φρένας Pi.P.1.12
;φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
;μαινομένα φρενί Id.Th. 484
(lyr.);στυγεῖν μιᾷ φρενί Id.Eu. 986
(lyr.);Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φ. Id.Pr.34
; ἐκ φρενός from one's very heart, ὁ ἐκ φρενὸς λόγος a sincere speech, Id.Ch. 107;ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(lyr.); οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not superficially and carelessly, Id.Ag. 805 (anap.); φρενὸς ἐκ φιλίας ib. 1515 (anap.), cf. 546; φῦσαι φρένας to produce a haughty spirit, S.El. 1463.3 mind, as seat of the mental faculties, perception, thought,ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φ. Il.22.296
;μή μοι ταῦτα νόει φρεσί 9.600
; μετὰ φρεσὶ μερμηρίξαι, βάλλεσθαι, Od.10.438, Il.9.434;ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν 2.301
; τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσί θῆκε put in his mind, suggested it, 1.55; ; ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος ib. 121, cf. 1.297, etc.; φρένας παραπεῖσαι, πείθειν, 7.120, 16.842; ἐπιγνάμπτει φρένας (v.l. for νόον)ἐσθλῶν 9.514
;Διὸς ἐτράπετο φρήν 10.45
; ἀνὴρ φρένας ἀφνειός rich (only) in his imagination, Hes.Op. 455; ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ φρενί, Pi.O.8.24, P.2.57; ;ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φ. ἀνώμοτος E.Hipp. 612
;κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il.1.193
, al.: pl., wits,Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
, cf. 454, 18.331;πλήγη φρένας ἂς πάρος εἶχεν Il.13.394
;ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
;βλάπτε φρένας Ζεὺς ἡμετέρας 15.724
;ἐξ... τοι θεοὶ φρένας ὤλεσαν 7.360
; φρένας ἄφρων, φρένας ἠλέ or ἠλεέ, 4.104, 15.128, Od.2.243: of losing one's wits, φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, μεθεστάναι, S.Ph. 865, E.Or. 1021, Ba. 944;τὰς φ. ἐκβάλλειν S.Ant. 648
;ἔξω φρενῶν Pi.O.7.47
;φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν E.Heracl. 709
;φρενῶν κεκομμένος A.Ag. 479
(lyr.); ; ; ἔξεδροι, παράκοποι, E.Hipp. 935, Ba.33;ποῦ ποτ' εἶ φρενῶν; S.El. 390
;φρένες διάστροφοι A.Pr. 673
, S.Aj. 447;μαργότης φρενῶν Id.Fr. 846
;ἀνακίνησις φρενῶν Id.OT 727
, etc.; of persons in their senses,ἐπήβολος φρενῶν Id.Ant. 492
; (lyr.) (so in later Prose,οἱ φρένας ἔχοντες Phld.Po.5.19
, Rh.1.240S.; οἱ τῶν σοφιστῶν τὰς κοινὰς φ. ἔχοντες ib.202S.); alsoἔσω φρενῶν λέγειν A.Ag. 1052
;γράφου φρενῶν ἔσω S.Ph. 1325
;τῆς λεπτότητος τῶν φ. Ar.Nu. 153
; φρένες, opp. σῶμα, Hdt.3.134; soαἱ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν E.El. 387
; attributed to animals,μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή Il.4.245
, cf. 16.157, etc.—The word is not common in early Prose,τίς αὐτῶν νόος ἢ φρήν; Heraclit.104
; συμφορὰ τῶν φ., i.e. madness, And.2.7;παραλλάττει τῶν φ. Lys.Fr.90
;καρποῦ μὲν ἀφθονία φρενῶν δὲ ἀφορία X.Smp.4.55
;νοῦς καὶ φρένες D.18.324
, cf. 25.33.4 will, purpose,οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194
;σῆς ἀπεστάτουν φ. S.Ant. 993
, cf.OC 1182.—In usage there is little or no distinction observable between sg. and pl., but the sg. is not found in Prose (exc. Heraclit. l.c.) or Com. (exc. in paratrag., Ar. Ra. 886). -
2 ἄκρος
A v. ἀκή A) at the farthest point or end, hence either topmost, outermost, or inmost.1 highest, topmost,ἀκροτάτῃ κορυφῇ Il.1.499
, al.; ἐν πόλει ἄκρῃ, = ἐν ἀκροπόλει, Il.6.88, cf. 257;ἄκρῳ Ὀλύμπῳ 13.523
;ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ 14.352
; λάψοντες.. μέλαν ὕδωρ ἄκρον at its surface, 16.162; ἄκρον ῥινόν surface of skin, Od.22.278; ἐπ' ἄκρων ὀρέων o mountain tops, S.OT 1106: [comp] Sup.ἀκρότατος, ὔσδος Sapph.93.2
; ὀρόφοισι Orac. ap. Hdt.7.140.2 outermost, πεδίον ἐπ' ἄκρον to the farthest edge of the plain, S.Ant. 1197; κατ' ἄκρας σπιλάδος from the surface of a stone, Id.Tr. 678; esp. of extremities of body, ἄ. χείρ, πόδες, ὦμος, end of hand, ends of feet, tip of shoulder, Il.5.336, 16.640, 17.599;ἄκρων χειρῶν καὶ ποδῶν Hdt.1.119
, cf. Th.2.49, Pl.La. 183b, Ti. 76e; but τὸ ἄ. τῆς χειρός, τοῦ ποδός, thumb, great toe, LXX Ex.29.20, Le.18.22;γλῶσσαν ἄκραν S.Aj. 238
; πίτυν ἄκρας τῆς κόμης καθέλκων by the top of the crown, Cratin. 296:—ἐπ' ἄκρων [δακτύλων] on tiptoe, S.Aj. 1230, ubi v. Sch.; comically, ἐπ' ἄκρων πυγιδίων on tip-tail, Ar.Ach. 638; ;παρ' ἄκρας τρίχας Or. 128
;ἀκροτάτοις χείλεσι Epigr.Gr. 547.8
:— οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not from the outside of the heart, i.e. from the in mostheart, A.Ag. 805, cf. E.Hec. 242; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις with mere edges of sail, i.e. under close-reejed sails, Id.Med. 524, cf. Ar.Ra. 999.b Geom., of the extremity of a line,ἡ ἐπ' ἄκραν τὴν ἀποληφθεῖσαν ἀγομένη Apollon.
Perg.Con. 4.8: Math., of extremes in a proportion, Pl.Ti. 36a, etc.; εἰς ἄκρον καὶ μέσον λόγον τέμνειν cut in extremeand mean ratio, Euc.6.30, cf.5 Def.17.c in Tactics, ἄκροι, οἱ, flank men, Ascl.Tact.1.3, cf. 7.6.II of Time, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ on the edge of evening. i.e. at nightfall, Pi.P. 11.10, cf.ἄκρῃ νυκτί Arat.775
; ἄκρου τοῦ ἔαρος at beginning of spring, IPE12.352.29 (Cherson., ii B. C.); but usu. denoting completeness, ἄκρου τοῦ θέρεος at mid-summer, Hp.Aph.3.18;χειμῶνος ἄκρω Theoc. 11.37
; ἄκρας νυκτός at dead of night, S.Aj. 285.III of Degree, highest in its kind, consummate,1 of persons, Hdt. 5.112, 6.122;τοξότης ἄ. A.Ag. 628
; θεσφάτων γνώμων ἄ. ib. 1130; ;ἰατροί Phld.Lib.p.67
O.;οἱ πάντῃ ἄ., οἱ ἀκρότατοι Pl.Tht. 148c
; of any extremes, opp.τὰ μεταξύ, τοῖς ἄ. τὰ ἄ. ἀποδιδόναι Id.R. 478e
, cf. Phd. 90a; of classes in a state, Arist.Pol. 1296b39: in moral sense, both good and bad,ἐπιδικάζονται οἱ ἄ. τῆς μέσης χώρας Id.EN 1107b31
; αἱ ἄ. [διαθέσεις] ib. 1108b14, cf.ἄκρον 11.1
:—c. acc. modi, ψυχὴν οὐκ ἄ. not strong of mind, Hdt.5.124;ἄ. τὰ πολέμια 7.111
; ἄ. ὀργήν quick to anger, passionate, 1.73; : c.gen.,οἱ ἄ. τῆς ποιήσεως Pl.Tht. 152e
;ἄ. εἰς φιλοσοφίαν R. 499c
;περὶ ὁπλομαχίαν Lg. 833e
.2 of things, highest, extreme,συμφορά Alex. 222.4
(cj. Dobree);νηστεία Diph.54
: [comp] Sup., Pl.Phlb. 45a.IV as Subst., v. ἄκρα, ἄκρον.V neut. as Adv., on the top or surface,ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος Il.20.229
;ἄκρα δ' ἐπ' αὐτᾶς βαθμῖδος AP7.428.3
(Mel.).2 reg. Adv. ἄκρως, ἀνεστάλθαι to be turned up at the point, Hp.Mochl.24.b utterly, perfectly, Pl.R. 543a, Hegesand. 4;μόνος ἄκρως Euphro 1.5
; σχῆμα ἄ. στρογγύλον absolutely round, Hero *Deff.76.
См. также в других словарях:
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek